- ξηραλοιφία
- ξηρ-ᾰλοιφία, ἡ,A rubbing dry with oil, Eust.764.13, Suid.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ξηραλοιφία — ξηραλοιφίᾱ , ξηραλοιφία rubbing dry with oil fem nom/voc/acc dual ξηραλοιφίᾱ , ξηραλοιφία rubbing dry with oil fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξηραλοιφία — ξηραλοιφία, ἡ (Μ) [ξηραλοιφώ] επάλειψη τού σώματος τών παλαιστών με λάδι … Dictionary of Greek